συζητητικά

συζητητικά
επίρρ. см. συζητητικώς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συζητητικά" в других словарях:

  • συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»