συζητητικά
Смотреть что такое "συζητητικά" в других словарях:
συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… … Dictionary of Greek
Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… … Dictionary of Greek